- εμβατεία
- ἐμβατεία και ἐμβάτευσις, η (Α)(στο αττικό δίκαιο) η πράξη με την οποία ένα κινητό ή ακίνητο αντικείμενο περιέρχεται στην κατοχή κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμβατεία — ἐμβατείᾱ , ἐμβατεία entering into possession fem nom/voc/acc dual ἐμβατείᾱ , ἐμβατεία entering into possession fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)